- σπογγοτήρας
- σπογγο-τήρας, ου, ὁ,A sponge-watcher, a small creature like a spider which inhabits sponges, Plu.2.980b; cf. πινοτήρης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπογγοτήρας — ου, ὁ, Α μικρό ζωύφιο που παρασιτεί μέσα στους σπόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + τήρας (< τηρῶ)] … Dictionary of Greek
σπογγοτήραν — σπογγοτήρᾱν , σπογγοτήρας sponge watcher masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)